-
1 πετρ-ηρεφής
πετρ-ηρεφής, ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.
-
2 πετρ-άκης
πετρ-άκης, ες, felsenhart, Orph. lith. 228.
-
3 πετρ-έμβατοι
πετρ-έμβατοι, erkl. Hesych. ὑψηλοὶ κρημνοί.
-
4 πετρ-έλαιον
πετρ-έλαιον, τό, Steinöl.
-
5 πετρ-ώροφος
πετρ-ώροφος, = πετρηρεφής, Sp.
-
6 πετρ-ήρης
-
7 πετρ-ώδης
πετρ-ώδης, ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.
-
8 πετράκης
πετρ-άκης, ες, felsenhart -
9 πετρέλαιον
πετρ-έλαιον, τό, Steinöl -
10 πετρηρεφής
πετρ-ηρεφής, ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt -
11 πετρήρης
πετρ-ήρης, ες, aus Felsen, Steinen zusammengefügt; von der Höhle -
12 πετρώδης
πετρ-ώδης, ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig -
13 πετρο-τόμος
πετρο-τόμος, Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 ( Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.
-
14 πετροτόμος
πετρο-τόμος, Steine schneidend, behauend; ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. Aber πετρότομος wäre 'in Stein gehauen, geschnitten'
См. также в других словарях:
Πάρλερ, Πετρ — (Parler, Σβέμπις Γκμιντ, περ. 1330 – Πράγα 1399). Γερμανός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος μιας οικογένειας αρχιτεκτόνων και γλυπτών, που εργάστηκε στο δεύτερο μισό του 14ου αι. στη Γερμανία, στη Βοημία, στη Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Σοκόλοφ, Πετρ Πέτροβιτς — Ρώσος ζωγράφος και σχεδιαστής (;1821 1899). Ήταν γιος του υδατογράφου Πέτερ Φεντόροβιτς (;1791 Πετρούπολη 1848). Φιλοτέχνησε πολυάριθμες προσωπογραφίες με σπουδαιότερη εκείνην του πρίγκιπα Τρουμπετσκόι (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα) καθώς και… … Dictionary of Greek
Χέλτσιτσκι, Πετρ — (Chelcicky, Τσέλτσιτσε; γύρω στα 1390 – γύρω στα 1460). Βοημός φιλόσοφος. Φίλος της μοναξιάς και ασκητικός, σε μια εποχή αναστατώσεων και φανατικών παθών, εκφράζει στα πολυάριθμα έργα του, τις βαθύτερες τάσεις της εποχής του, αναλύοντας μια… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Simón Pedro — «San Pedro» redirige aquí. Para otras acepciones, véase San Pedro (desambiguación). San Pedro Papa de la Iglesia católica … Wikipedia Español
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
Saint Petersburg — Leningrad redirects here. For other uses, see Leningrad (disambiguation). This article is about the city in Russia. For other uses, see Saint Petersburg (disambiguation). Saint Petersburg Санкт Петербург (Russian) Federal … Wikipedia
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
List of rulers of Duklja — This is a list of rulers of Duklja. Contents 1 Mythological list 2 List of rulers 3 See also 4 Notes 4.1 … Wikipedia
εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek